- λογοθέτας
- λογοθέτᾱς , λογοθέτηςauditormasc acc plλογοθέτᾱς , λογοθέτηςauditormasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιπέμπω — Μ [ἐπιπέμπω] αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.) … Dictionary of Greek